ήταν η ώρα που φιλούσε
ο ουρανός την θάλασσα
λες κι άνθιζαν
τριαντάφυλλα και μενεξέδες
στο γαλάζιο
παντού τριανταφυλλιά σύννεφα
ήταν η μικρή κόχη της γης
που το χέρι σου κυλούσε
στα μονοπάτια της παλάμης
απέραντη αμμουδιά
μπροστά η θάλασσα ακύμαντη
στο Πουθενά στο Πάντα.
ήταν η αύρα της ψυχής σου
που ανέβαινε ποτάμι
μελιστάλακτο
και πλημμυρούσε
νου
μάτια
ψυχή.