
Διέρρηξα ιμάτιο ηδονής,
κίβδηλο , χωλό
η σάρκα πρόβαλε γυμνή
στου φεγγαριού το ασημοφώς.
Η Ψυχή φτερούγισε
λεύτερη απ τα δεσμά
του θέλω και του τώρα.
Πέταξε σε ορίζοντες
ονειροφαντασιάς
αλλοτινούς
Εκεί που της αγάπης
είναι ώρα.
Εκεί στα απόσκια
και στα σκοτεινά
της Στύγας νάματα
έσκυψε
λύτρωση να βρει!