
Ερημιά ψυχής
στους υγρούς τοίχους
σκοτεινής κάμαρας.
Πότε ξημερώνει άραγε;
Μάτια σφαλιχτά,
ψάχνω δυο τρεις σκιές
στο χτες
βελούδο κι αλάβαστρο
το χάδι
που τόσο πόθησα.
Αργεί να ξημερώσει άραγε;
Ξάφνου
το όνειρο εχάθει.
Κοιτώ στους τοίχους
σκιές τεθλιμμένων ονείρων,
μοναξιά ξεχασμένων ελπίδων.
Σφίγγει το στήθος
προκάρδιο άλγος
ανάσα θανάτου
…..ακούς τα βήματα;
είναι το μεγάλο ρολόι του τοίχου
που μετρά βασανιστικά
τα βήματα του χρόνου
ειδικά όταν
εσύ είσαι απών.
Αργεί να ξημερώσει άραγε;
Μικρός στεναγμός
γυρίζω πίσω,
μια ματιά μόνο
στο χτες
κι «αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια»
Εχάθει.